Στο κάγκελο της ταράτσας μου ισορροπεί ένας ασυρματιστής
Έχει το κεφάλι γερμένο πίσω τα μάτια κλειστά τα χέρια στις τσέπες η ξύλινη πίπα του καπνίζει στον αέρα στραμμένη ελαφρά στα δεξιά
Κλείνω τη μουσική και τρέχω έξω ξυπόλυτη
"Τι κάνεις εκεί θα πέσεις τα κάγκελα μας είναι σκουριασμένα δε βαστάνε καλα"
Χαμογελάει με τα μάτια μισόκλειστα βγάζει τα χέρια από τις τσέπες ισιώνει την τραγιάσκα του ύστερα τα αφήνει χαλαρά στο μεσημέρι και μου γνέφει ήσυχα
"Σύχασε, κορίτσι, ο αέρας του Απρίλη είναι καλός δεν πέφτω"
Κοιτάω τα σεντόνια απέναντι φυσάνε κόντρα στον ασυρματιστή και αυτός χαμογελάει ξανά
"Θυμάσαι, κορίτσι, τα σεντόνια στις ταράτσες, 'όσο υπάρχουν στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών άσπρα σεντόνια μη φοβάσαι' "
Κάθομαι ξεχτένιστη στις πλάκες της ταράτσας και ακουμπάω τις παλάμες μου στη ζέστη
"Τι κάνεις εδώ πάνω;"
Ο ασυρματιστής δε με κοιτάει δε μιλάει μόνο ισορροπεί
"Τι είδες στον ύπνο σου σήμερα, κορίτσι;"
Κοιτάω τη σκουριά στα κάγκελα και συγκεντρώνομαι σε ένα σημάδι στην ευθεία του αγκώνα μου
"Είδα μπλε μια θάλασσα μπλε και ουρανό από πάνω και μετά έγινε σκοτάδι και ήμουν μόνο εγώ και πολεμούσα τέρατα"
Ο ασυρματιστής με την τραγιάσκα στρέφει το κεφάλι προς την άκρη του ορίζοντα και η άκρη γατζώνεται στην κεραία της κυρά-Μαρίας
"Ύστερα τα τέρατα φύγαν χωρίς να τα νικήσω κι εγώ απόμεινα να κοιτάω το μαύρο που κάποτε ήτανε θάλασσα με τα χέρια λερωμένα"
Ο αέρας τραβάει λίγο την τραγιάσκα του ασυρματιστή και τα μαλλιά του είναι λίγο σαν τα σεντόνια λίγο σαν τα κύματα
"Σε φόβισαν τα τέρατα, κορίτσι;"
Τα φέρνω στο μυαλό μου και ακουμπάω το σαγόνι μου στα γόνατά μου
"Ήταν σκοτεινά μεγάλα και αμίλητα κι εγώ μόνη μου μαζί τους"
Ο ασυρματιστής μιλάει χωρίς να συσπάται το πρόσωπό του
"Και η θάλασσα; Τη φοβήθηκες τη θάλασσα;"
Κοιτάω το μπλε απάνω και ανοιγοκλείνω τα χείλη μου χωρίς ήχο - 'θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε'
Ο ασυρματιστής χαμογελάει ξανά σα να με άκουσε κι εγώ δεν αναρωτιέμαι
"Φοβήθηκα την απουσία της φοβήθηκα το σκοτάδι την έλλειψη του ήχου της"
Ο φίλος μου με την τραγιάσκα μένει σιωπηλός
Αέρας σπάει τη σιωπή και ανακατεύει τα μαλλιά μου
Ύστερα ο ασυρματιστής γυρίζει με κοιτάει και τα μάτια του έχουν όλα τα χρώματα του καλοκαιριού το χαμόγελό του αρμύρα
"Όλα είναι εδώ αρκεί να τα θυμάσαι"
Στρίβει προς τον ορίζοντα και ανοίγει τα χέρια διάπλατα
"Στη θάλασσα, κορίτσι, στη θάλασσα!"
Γέρνει πάλι το κεφάλι πίσω στον ήλιο κλείνει τα μάτια με τα χέρια στις τσέπες και χαμογελάει
Κι εσύ, καλέ μου ασυρματιστή με την τραγιάσκα, εσύ που πας;
Εγώ, κορίτσι, πίσω από τη θολή γραμμή των οριζόντων, να κυνηγάω τα τέρατα
Αιωρείται προς τα πάνω
"Πώς σε λένε;"
Ο ασυρματιστής δεν απαντάει μόνο χαμογελάει γύρω από την τραγιάσκα δεν υπάρχουν μαλλιά σαν κύματα ήτανε μόνο τα σεντόνια
Και στα σεντόνια με πλάγια γράμματα φυσάει απέναντι ο αέρας και γράφει 'Μαραμπού'
8 σχόλια:
κορίτσι με τα ξέπλεκα μαλλιά αν ξανάρθει ο ασυρματιστής σου πες του πως σήμερα έχουμε γιορτή!!
"θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε...."
να'σαι καλά ρε νεφελάκι....
να σαι καλα ρε οδυσσεα!
ο στιχος ειναι του ελυτη, θα προσθεσω εναν αστερισκο για να μη μου χρεωθει ενας απο τους αγαπημενους μου στιχους ως δικος μου :)
Α...σήμερα ήρθα για να ευχηθώ:
Να σαι πάντα καλά και να χαίρεσαι τους γονείς σου! ΑΦιλιά!
ααα μαγισσακι :)
σ' ευχαριστω πολυ!
καλο βραδυ :)
Λοιπόν δεσποσύνη έχεις διαβάσει το "Λι" του Ασυρματιστή σου; Αν όχι νομίζω θα σου αρέσει πάρα πολύ. Είναι ένα βιβλίο τόσο δα μικρό αλλά τεράστιο. Φιλιά
ΥΓ: Ο στίχος του Ελύτη είναι ο αγαπημένος του πατέρα μου, τον έχω ακούσει μερικές χιλιάδες φορές και ακόμα να τον βαρεθώ :-)
Η ανάμνηση της ιδέας κάνει τη διαφορά, όχι η ίδια η ιδέα...
Αγαπώ τον ασυρματιστή σου ακριβώς γιατί μου φέρνει στο νου τόσο άμεσα και ζωντανά την ανάμνηση αυτή.
"Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες"
Κυριακάτικες καλησπέρες Νεφελάκιον
τη έγινε έχασες το χιούμορ σου! φιλάκια!
Δημοσίευση σχολίου