Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Του ύστερου καλοκαιριού και της μικρής μου σκόνης

Θα τρέφομαι για πάντα από τον παλιομοδιτισμό όπως λουλούδι απ' το νερό.
Δεν με αφορούν κοκκάλινα γυαλιά μήτε καρώ τιράντες, με αφορά όμως βαθιά, ριζωμένα, αναπόσπαστα κάθε τι που έζησα σε φωτογραφίες, σε μνήμες ή σε μνήμες ανθρώπων που πονώ και η ζωή τους υπήρξε από μέσα και δική μου.
Γατζώνομαι στο παλιό σαν να 'ναι σημαδούρα κι εγώ ένας ναυαγός που κολύμπησε για μέρες και μέρες και χρόνια με το σώμα στον ωκεανό άλλοτε βαρύ άλλοτε αμελητέο, μέχρι που τα χέρια μου βρήκαν και κρατήσαν ένα πλαστικό που βάρκες και βάρκες έδεσαν πριν από μένα και τότε, δεν είμαι μόνη.
Το απορροφώ το παλιό όπως χώμα τη βροχή μετά από γενιές ξηρασίας, η γη πια έχει σκάσει, δέντρα και γύπες σκελετώνουν τον ορίζοντα και ξάφνου, γιγάντιες κατσαρόλες με νερό χύνουν νερό από τους ουρανούς από ένα σύννεφο που έφεραν πάλι μπροστά μου οι αιώνες και μόνο βρέχει και βρέχει και βρέχει, μέχρι να φύγουν οι ρυτίδες και τότε, αναπνέω.
Το γεύομαι αχόρταγα, ωμά, ξεστολισμένα, σαν σώμα που στο τέλος της μέρας έχει ακόμα τη γεύση από τον ιδρώτα και το αλάτι που άφησε πάνω του η θάλασσα πριν προλάβει το χέρι των εγνοιών να τα αποδιώξει όλα κάτω από τη βρύση και τότε, έχω στα χείλη μου όλα τα καλοκαίρια σα να 'ναι τα μοναχά δικά μου.
Κι αν το παλιό αυτό που με τρέφει γυρεύει να φυτρώσει πνεύμα εκατό ετών σε σώμα εικοσιτρία, ας γίνει το σώμα φρέσκα ξύλα που σχεδία γερή θα κάνουν για να γυρίσουν οι ρίζες οι γιαγιάδες απ' τα νησιά της λήθης στην πατρίδα πίσω τη σκοτώστρα, δεν θα 'μαι ποτέ μόνη.
Κι αν μόνο τότε νιώθω ολόκληρη εδώ κι ολόκληρη εγώ, θα μείνω πεισματικά και ξεροκέφαλα αγύριστα σε αυτό, σαν το μικρό το τρίξιμο του βινύλιου, σαν σκουπιδάκι στο φακό, ολανθισμένη.
Κι αν αυτό που με κράτησε μακρυά από την Αθήνα ήταν η φύση που 'τανε άχρονη και ο ουρανός μεγάλος, και αν το σώμα μου γύρισε εδώ και όλα τα κόκκαλα πονούσαν στο ξύπνημα της επιστροφής το πρώτο, θα ξέρω πως αυτό που έφερε και την καρδιά μου πίσω ήταν ένα μικρό θερινό από το 1925 σε μια ταράτσα στο Παγκράτι και ένα γεύμα του Αυγούστου καταμεσής της Ρώμης, παντοτινά δικό μου.