Είπαν του Μαξ:
Μα είσαι τόσο μικρός.
Αυτό είναι καλό, τους απάντησε, περνώ με τις δυνάμεις μου κι από χαραμάδες.
Κι έπειτα ρώτησαν:
Κι η μοναξιά; Τι θα κάνεις για τη μοναξιά;
Θα διώξεις όλη τη θλίψη; *
Φοβισμένη μου γενιά που φοβάσαι το φόβο
Μη σε κοροιδέψουν μη σε προδόσουν μην εμπιστευτείς και σε δώσουν
Την αγάπη τον έρωτα
Τον πόνο
Περιφέρεσαι με τα θλιμμένα σου μάτια
Σχεδόν συνηθίζοντας στη θλίψη /
γυρίζεις γύρω από τις σκοτεινιασμένες σκέψεις σου διαμορφώνεις την στεναχωρημένη ύπαρξή σου, πλανεμένη μου γενιά, κυλάς στην πεπατημμένη των ημερών στο χειμώνα
αντί να τραβήξεις τον εαυτό σου ουρλιάζοντάς από τα μαλλιά και να τον σύρεις στο φως
Με τη βία, τον άτιμο ξεσυνηθισμένο εαυτό σου
Να τον πετάξεις κάτω να του σκίσεις τα ρούχα να πηδήξεις στο κουβάρι του φωνάζοντας και βρίζοντας να τον ξαναστήσεις όρθιο και να του δώσεις μία να φύγει
Να βουτήξει στις πέντε δέκα δύο μία χαραμαδες φωτός χωρίς δίχτυ ασφαλείας κι ας χασει κι απ' τα κεκτημμένα
Ο Μαξ απάντησε:
Ναι, έχω μια ασπίδα – θλίψης. Κρατάει μακρυά τη θλίψη. Είναι αρκετά μεγάλη για όλους μας.
Θα κάνω έτσι στη μοναξιά:
Βρρρρρρρρρρρουουου-ΜΠΦΦΦ! *
Σα ρθεις σ' αυτή τη γη και σα φύγεις / βρε γεροντάκι η ψυχή σου τ' ορίζει / πώς θα το ζήσεις, και λίγο ο χρόνος / κι ο γερο - Λέμας που έσβησε μόνος
Σκίστα όλα και γύρνα από την ανάποδη
Κι ας τακιμιάσουν αντάμα τα χνώτα / που δεν τα φέρνει η ζωή όπως πρώτα / μην είναι τώρα μόνο το έρμο μας ψυχάκι / τώρα που πάει να γίνει μπατιράκι
Βρρρρρρρρρρρουουου-ΜΠΦΦΦ
* Where the wild things areΜα είσαι τόσο μικρός.
Αυτό είναι καλό, τους απάντησε, περνώ με τις δυνάμεις μου κι από χαραμάδες.
Κι έπειτα ρώτησαν:
Κι η μοναξιά; Τι θα κάνεις για τη μοναξιά;
Θα διώξεις όλη τη θλίψη; *
Φοβισμένη μου γενιά που φοβάσαι το φόβο
Μη σε κοροιδέψουν μη σε προδόσουν μην εμπιστευτείς και σε δώσουν
Την αγάπη τον έρωτα
Τον πόνο
Περιφέρεσαι με τα θλιμμένα σου μάτια
Σχεδόν συνηθίζοντας στη θλίψη /
γυρίζεις γύρω από τις σκοτεινιασμένες σκέψεις σου διαμορφώνεις την στεναχωρημένη ύπαρξή σου, πλανεμένη μου γενιά, κυλάς στην πεπατημμένη των ημερών στο χειμώνα
αντί να τραβήξεις τον εαυτό σου ουρλιάζοντάς από τα μαλλιά και να τον σύρεις στο φως
Με τη βία, τον άτιμο ξεσυνηθισμένο εαυτό σου
Να τον πετάξεις κάτω να του σκίσεις τα ρούχα να πηδήξεις στο κουβάρι του φωνάζοντας και βρίζοντας να τον ξαναστήσεις όρθιο και να του δώσεις μία να φύγει
Να βουτήξει στις πέντε δέκα δύο μία χαραμαδες φωτός χωρίς δίχτυ ασφαλείας κι ας χασει κι απ' τα κεκτημμένα
Ο Μαξ απάντησε:
Ναι, έχω μια ασπίδα – θλίψης. Κρατάει μακρυά τη θλίψη. Είναι αρκετά μεγάλη για όλους μας.
Θα κάνω έτσι στη μοναξιά:
Βρρρρρρρρρρρουουου-ΜΠΦΦΦ! *
Σα ρθεις σ' αυτή τη γη και σα φύγεις / βρε γεροντάκι η ψυχή σου τ' ορίζει / πώς θα το ζήσεις, και λίγο ο χρόνος / κι ο γερο - Λέμας που έσβησε μόνος
Σκίστα όλα και γύρνα από την ανάποδη
Κι ας τακιμιάσουν αντάμα τα χνώτα / που δεν τα φέρνει η ζωή όπως πρώτα / μην είναι τώρα μόνο το έρμο μας ψυχάκι / τώρα που πάει να γίνει μπατιράκι
Βρρρρρρρρρρρουουου-ΜΠΦΦΦ